Ὠκεανός

Ὠκεανός
Ὠκεᾰνός, οῦ, ,
A Oceanus, son of Uranus and Gaia, Hes.Th. 133: wedded to Tethys, father of Thetis, Il.14.302, 18.399; and of all the Oceanids, Hes.Th.337 sqq., A.Pr.140 (anap.); god of the primeval water, and source of all smaller waters, Il.21.195 sqq., Hes.Th.368;

Ὠκεανὸν θεῶν γένεσιν Il.14.201

; ποταμοῖο ῥέεθρα Ὠκεανοῦ, ὅσπερ γένεσις πάντεσσι τέτυκται ib.246; conceived as a great River which compasses the earth's disc, returning into itself,

ἀψόρροος Il.18.399

, Od.20.65; represented as encircling the shield of Achilles, Il.18.607, cf. Hes.Sc.314;

Ὠκεάνω γᾶς τ' ἀπὺ περράτων Alc.84

; Ὠ. ἀκαλαρρείτης, βαθύρροος, βαθυρρείτης, Il.7.422, 21.195; ῥόος Ὠκεανοῖς, ῥοαὶ Ὠ., 16.151, 3.5 (so

Ὠ., παγαί Pi.Fr.30.2

;

Ἴναχενᾶτορ, παῖ τοῦ κρηνῶν πατρὸς Ὠκεανοῦ S.Fr.270

(anap.)); criticized by Hdt.

οὔ τινα ἔγωγε οἶδα ποταμὸν Ὠ. ἐόντα 2.23

, cf. 4.8, Str.1.1.7: but

Ὠκεανὸς ὃν ταυρόκρανος ἀγκάλαις ἑλίσσων κυκλοῖ χθόνα E.Or.1377

(lyr.).
II later the name of the great Outward Sea, opp. to the Inward or Mediterranean ([etym.] θάλασσα, πόντος), Hdt. Il.cc., Pi.P.4.26, 251;

τὴν Εὐρώπην καὶ τὴν Ἀσίαν καὶ τὴν Λιβύην νήσους εἶναι ἃς περιρρεῖν κύκλῳ τὸν Ὠκεανόν Theopomp.Hist.Fr.74

(a), cf. Arist.Mu.393a17; Ὠ. ὁ βόρειος, ὁ ἑσπέριος, ὁ κατὰ μεσημβρίαν, Plu.Mar.11, Ant.61, D.S.17.96
; Πρεττανικός, Γερμανικός, Καντάβριος, etc., Ptol.Geog.2.3.3, 2.3.4, 2.6.3, al.
III metaph., ὠ. χρημάτων oceans of wealth, Lyd. Mag.3.62 (pl.); πραγμάτων ib.2.7.
IV ὠκεανέ bravo! in acclamations, POxy.41.4 (iii/iv A. D., ωκαιαναι and ωκααναι Pap.: an exaggeration of Νεῖλος similarly used, Jo.Chrys. περὶ κενοδοξίας cap.8 Schulte).
V Pythag. name for 9, Theol.Ar.57.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ὠκεανός — Oceanus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκεανός — Oceanus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωκεανός — Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική αντίληψη, ο Ω. ήταν τεράστιος ποταμός από τον οποίο ανέτειλαν η Ηώς, ο Ήλιος και οι αστέρες, και σε αυτόν βυθίζονταν όταν έδυαν. Οι αρχαίοι πίστευαν επίσης πως πέρα από τον Ω. υπήρχε ο ζοφερός Άδης. Κατά την αρχαία… …   Dictionary of Greek

  • Ωκεανός — ο 1. στην αρχαία μυθολογία, πολύ μεγάλος ποταμός που περιβάλλει κυκλικά τη Γη. 2. μεγάλη έκταση θάλασσας που διαχωρίζει τη μια ήπειρο από την άλλη: Έπλεαν στον Ειρηνικό Ωκεανό. 3. καθετί απέραντο και αχανές: Υπάρχει ωκεανός γνώσεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὠκέανος — ἀκέανος , ἀκέανος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ειρηνικός ωκεανός — (αγγλ. Pacific Ocean). Θαλάσσια έκταση (166.000.000 τ. χλμ, 180 εκατ. τ. χλμ. μαζί με τις εσωτερικές συνεχόμενες θάλασσες) που εκτείνεται από τις αρκτικές έως τις ανταρκτικές περιοχές. Είναι ο μεγαλύτερος σε βάθος και έκταση ωκεανός της υδρογείου …   Dictionary of Greek

  • Αρκτικός ωκεανός — Θαλάσσια έκταση (13.980.000 τ.χλμ.) που εκτείνεται στην περιοχή του Βόρειου Πόλου και περιβάλλεται κατά μεγάλο μέρος από στεριά· βρέχει τις βόρειες περιοχές της Ασίας, της Ευρώπης και της Αμερικής. Τα όριά του είναι σαφή προς την πλευρά του… …   Dictionary of Greek

  • Ινδικός ωκεανός — Ο τρίτος σε έκταση (73.427.000 τ. χλμ.) ωκεανός, μετά τον Ειρηνικό και τον Ατλαντικό. Αντίθετα από τους άλλους δύο, ο Ι.ω. δεν παρουσιάζει πολλούς βραχίονες. Εκτείνεται από τη νότια Ασία μέχρι την Ανταρκτική και από την ανατολική Αφρική μέχρι τη… …   Dictionary of Greek

  • Ατλαντικός ωκεανός — Θαλάσσια έκταση (106.100.000 τ. χλμ.) ανάμεσα στην Ευρώπη και την Αφρική και τη Βόρεια και Νότια Αμερική. Ανάμεσα στις ηπειρωτικές μάζες της Ευρώπης και της Αφρικής στα ανατολικά και στα δυτικά της Αμερικής απλώνεται η απέραντη θαλάσσια έκταση… …   Dictionary of Greek

  • Βόρειος Παγωμένος ωκεανός — Βλ. λ. Αρκτικός ωκεανός …   Dictionary of Greek

  • Αμάλκιος ωκεανός — Η βορειότερη θάλασσα της Γης, κατά τους αρχαίους Έλληνες. Ταυτίζεται με τον Βόρειο Παγωμένο ωκεανό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”